- ακόνισμα
- affûtage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ακόνισμα — ακόνισμα, το και ακόνημα, το, ατος το τρόχισμα: Τα ψαλίδια δεν ήταν γι ακόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακόνισμα — το [ακονίζω] όξυνση τής κόψης αιχμηρού αντικειμένου με την ακόνη, το τρόχισμα … Dictionary of Greek
ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… … Dictionary of Greek
ακονιστικός — ή, ό [ακονίζω] 1. ο κατάλληλος για ακόνισμα 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ακονιστικά αμοιβή για το ακόνισμα … Dictionary of Greek
σμυριδοτροχός — Εργαλείο κατεργασίας μετάλλων, ξύλων, μάρμαρων, πολύτιμων λίθων, κλπ. για τον τεμαχισμό, άλεσμα, λείανση και ακόνισμά τους. Ο συνηθισμένος τύπος του είναι ένας δίσκος κυλινδρικού ή κωνικού σχήματος, κατασκευασμένος από κόκκους πολύ σκληρών υλικών … Dictionary of Greek
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
ακονιστήρι — το [ακονίζω] όργανο με το οποίο εκτελείται το ακόνισμα, η ακόνη με τροχό … Dictionary of Greek
ακονόπετρα — ή ακονόλιθος τεχνολ. φυσική ή τεχνητή πέτρα που χρησιμοποιείται για το ακόνισμα κοπτικών εργαλείων … Dictionary of Greek
ακόνημα — το [ακονώ] το ακόνισμα* … Dictionary of Greek
ακόνησις — ἀκόνησις ( εως), η (Α) [ἀκονῶ] το ακόνισμα* … Dictionary of Greek
ευθηξία — εὐθηξία, ἡ (Α) το καλό ακόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηξία (< θηκτός < θήγω «ακονίζω»)] … Dictionary of Greek